- παρουλότριχος
- παρουλότρῐχος, ον,A with slightly curling hair, Gp. 18.1.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρουλότριχος — ον, Μ αυτός που έχει μαλλιά λίγο σγουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάρουλος «λίγο σγουρός» + τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. πολύ τριχος] … Dictionary of Greek
παρουλότριχα — παρουλότριχος with slightly curling hair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)